- αμφίλογος
- -η, -ο (Α ἀμφίλογος, -ον)1. αμφισβητούμενος, αμφίβολος2. αυτός που προκαλεί αμφισβήτηση, αμφιβολία, ο εριστικόςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀμφίλογατα υπό αμφισβήτηση, έριδες, φιλονικίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιλέγω.ΠΑΡ. αμφιλογία αρχ.-μσν. ἀμφιλογοῦμαι].
Dictionary of Greek. 2013.